- ροωδώς
- Αεπίρρ. βλ. ροώδης (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥοωδῶς — ῥοώδης with a strong stream adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροώδης — (I) ες / ῥοώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥόος / ῥοή] νεοελλ. αυτός που έχει την ιδιότητα να ρέει, ρευστός («ροώδης μάζα») αρχ. 1. (για θάλασσα) ο κυματώδης, αυτός που ταράσσεται από ορμητικά ρεύματα («τὸ μάλιστα ῥοῶδες τού πελάγους», Αιλιαν.) 2. (για… … Dictionary of Greek